κουραμπιές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κουραμπιές | οι | κουραμπιέδες |
| γενική | του | κουραμπιέ | των | κουραμπιέδων |
| αιτιατική | τον | κουραμπιέ | τους | κουραμπιέδες |
| κλητική | κουραμπιέ | κουραμπιέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ένα ταψί με κουραμπιέδες.
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ku.ɾaˈbʝes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐ρα‐μπιές
Ουσιαστικό
κουραμπιές αρσενικό
- (γλυκό) παραδοσιακό γλύκισμα από αλεύρι και βούτυρο πασπαλισμένο με ζάχαρη άχνη
- (μεταφορικά, μειωτικό) άτομο χωρίς πρωτοβουλίες
- (παρωχημένο, μεταφορικά, μειωτικό) άνδρας που αποφεύγει τη στράτευση, φυγόστρατος
- ※ Δουλειές υπήρχαν πολλές και ζωηρές, μα οι κουραμπιέδες κ' οι απαλλαγέντες κρατούσαν όλα τα πόστα και θησαυρίζανε στα σίγουρα. (Γιώργος Θεοτοκάς Η λίμνη [διήγημα])
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- κουραμπιές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.