άχνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άχνη οι άχνες
      γενική της άχνης των αχνών
    αιτιατική την άχνη τις άχνες
     κλητική άχνη άχνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κέικ πασπαλισμένο με ζάχαρη άχνη.

δημώδης πληθυντικός υπάρχει μόνο όταν συγκρίνουμε ποιοτικά διαφορετικής σύνθεσης-ποικιλίας άχνη/-ες, πχ. διαφορετικής ποικιλίας ζάχαρη κτλ., επισήμως (επίσημος λόγος) μόνο ο ενικός χρησιμοποιείται

Ετυμολογία

άχνη < αρχαία ελληνική ἄχνη

Ουσιαστικό

άχνη θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. (παρωχημένο) άχνα
  2. (για υλικό) πάρα πολύ λεπτή σκόνη
  3. (ειδικότερα) ζάχαρη άχνη, ψιλοτριμμένη ζάχαρη σε μορφή σκόνης, συνήθως με μικρό ποσοστό αμύλου
    στο τέλος πασπαλίζουμε τους κουραμπιέδες με άχνη

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.