κουνιστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κουνιστός | η | κουνιστή | το | κουνιστό |
| γενική | του | κουνιστού | της | κουνιστής | του | κουνιστού |
| αιτιατική | τον | κουνιστό | την | κουνιστή | το | κουνιστό |
| κλητική | κουνιστέ | κουνιστή | κουνιστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κουνιστοί | οι | κουνιστές | τα | κουνιστά |
| γενική | των | κουνιστών | των | κουνιστών | των | κουνιστών |
| αιτιατική | τους | κουνιστούς | τις | κουνιστές | τα | κουνιστά |
| κλητική | κουνιστοί | κουνιστές | κουνιστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ku.niˈstos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐νι‐στός
Επίθετο
κουνιστός
- που μπορεί να κουνιέται, να ταλαντεύεται
- ↪ κουνιστή καρέκλα
- ※ Η τσουλήθρα είναι σπασμένη. Και η κούνια. Η τραμπάλα γέρνει, ενώ από το κουνιστό αλογάκι λείπει το κεφάλι. (εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 20.05.2009)
- (παρωχημένο, μειωτικό) ομοφυλόφιλος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κουνάω
Μεταφράσεις
κουνιστός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.