ταλαντεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ταλαντεύομαι < αρχαία ελληνική ταλατεύω < τάλαντον
Ρήμα
ταλαντεύομαι
- (φυσική) υφίσταμαι ταλάντωση
- δεν μπορώ να καταλήξω σε απόφαση, είμαι αναποφάσιστος και δυσκολεύομαι να επιλέξω
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.