κουμάσι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κουμάσι | τα | κουμάσια |
| γενική | του | κουμασιού | των | κουμασιών |
| αιτιατική | το | κουμάσι | τα | κουμάσια |
| κλητική | κουμάσι | κουμάσια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /kuˈma.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐μά‐σι
Ετυμολογία 1
- κουμάσι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουμάσι(ν) (στη σημασία: ρούχο)[1] < τουρκική kumaş < αραβική قُمَاش (qumāš, υφάσματα, ρούχα, κουρέλια) < ρίζα ق م ش (q-m-š)
Ουσιαστικό
κουμάσι ουδέτερο
- (μεταφορικά, λαϊκότροπο) κάποιος που δεν είναι σοβαρός
- ※ Καλά κουμάσια και του λόγου τους. (Συννεφιάζει, Μ. Λουντέμης)
- ≈ συνώνυμα: τιποτένιος, φαύλος
Μεταφράσεις
κουμάσι
|
→ δείτε τις λέξεις παλιάνθρωπος, τιποτένιος και φαύλος |
Ετυμολογία 2
Ουσιαστικό
κουμάσι ουδέτερο
- (παρωχημένο) το κοτέτσι
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) διώροφο κτίσμα που στο ισόγειο στέγαζαν το γουρούνι και στον απάνω όροφο τις κότες
- ※ Αυτό μοιάζει με το προγνωστικό που λεν οι χωριάτες για τον καιρό, που όταν βλέπουν τα γουρούνια τους να τραβούν κλαριά μέσα στα κουμάσια τους λένε θα κακοκαιρίσει! (Βασίλης Ρώτας Οι ροδιές της Ζήρειας [διήγημα])
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ουσιαστικό
κουμάσι ουδέτερο
- άλλη μορφή του κουμάσιν
Πηγές
- κουμάσι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- κουμάσι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κουμάσι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.