κοτέτσι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κοτέτσι | τα | κοτέτσια |
| γενική | του | κοτετσιού | των | κοτετσιών |
| αιτιατική | το | κοτέτσι | τα | κοτέτσια |
| κλητική | κοτέτσι | κοτέτσια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
κοτέτσι ουδέτερο
-
κοτέτσι στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
κοτέτσι
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.