κουκουλοφόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η κουκουλοφόρος οι κουκουλοφόροι
      γενική του/της κουκουλοφόρου των κουκουλοφόρων
    αιτιατική τον/την κουκουλοφόρο τους/τις κουκουλοφόρους
     κλητική κουκουλοφόρε κουκουλοφόροι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουκουλοφόρος < κουκούλ(α) + -ο- + -φόρος (φέρω)

Ουσιαστικό

κουκουλοφόρος αρσενικό ή θηλυκό

  • αυτός που φοράει κουκούλα ή/και μάσκα, υποθετικά ώστε να μην διακρίνονται εύκολα τα χαρακτηριστικά του προσώπου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.