cucullus

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

cucullus < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

cucullus αρσενικό

  1. κάλυμμα κεφαλής, κουκούλα, καλύπτρα
  2. κωνικό περίβλημα ή θήκη

Αλλόγλωσσα παράγωγα

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική cucullus cucullī
γενική cucullī cucullōrum
δοτική cucullō cucullīs
αιτιατική cucullum cucullōs
κλητική cuculle cucullī
αφαιρετική cucullō cucullīs
(β' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.