οιστρηλατημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οιστρηλατημένος η οιστρηλατημένη το οιστρηλατημένο
      γενική του οιστρηλατημένου της οιστρηλατημένης του οιστρηλατημένου
    αιτιατική τον οιστρηλατημένο την οιστρηλατημένη το οιστρηλατημένο
     κλητική οιστρηλατημένε οιστρηλατημένη οιστρηλατημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οιστρηλατημένοι οι οιστρηλατημένες τα οιστρηλατημένα
      γενική των οιστρηλατημένων των οιστρηλατημένων των οιστρηλατημένων
    αιτιατική τους οιστρηλατημένους τις οιστρηλατημένες τα οιστρηλατημένα
     κλητική οιστρηλατημένοι οιστρηλατημένες οιστρηλατημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /i.stɾi.la.tiˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οιστρηλατημένος

Μετοχή

οιστρηλατημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.