περικάλυμμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περικάλυμμα τα περικαλύμματα
      γενική του περικαλύμματος των περικαλυμμάτων
    αιτιατική το περικάλυμμα τα περικαλύμματα
     κλητική περικάλυμμα περικαλύμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περικάλυμμα < αρχαία ελληνική περικάλυμμα < περικαλύπτω < περί + καλύπτω

Ουσιαστικό

περικάλυμμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.