κουβέρ
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kuˈveɾ/
Ουσιαστικό
κουβέρ ουδέτερο άκλιτο
- ατομικό σερβίτσιο συνοδευμένο με επιπλέον απαραίτητα (ψωμί, νερό) κατά το σερβίρισμα σε εστιατόριο
- το πάγιο ποσό χρέωσης ενός σερβιρίσματος σε εστιατόριο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.