κουαρτέτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κουαρτέτο | τα | κουαρτέτα |
| γενική | του | κουαρτέτου | των | κουαρτέτων |
| αιτιατική | το | κουαρτέτο | τα | κουαρτέτα |
| κλητική | κουαρτέτο | κουαρτέτα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κουαρτέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική quartetto
Ουσιαστικό
κουαρτέτο ουδέτερο
- (γενικότερα) κάθε σύνολο ή ομάδα που έχει απαρτίζεται από τέσσερα μέλη
- (μουσική) μουσικό σύνολο τεσσάρων ερμηνευτών που εκτελούν μια σύνθεση
- (μουσική) μουσική σύνθεση γραμμένη για τέσσερα όργανα
- κουϊντέτο (↑μεγαλύτερο σύνολο)
- τρίο (↓μικρότερο σύνολο)
- μουσική δωματίου
Μεταφράσεις
κουαρτέτο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.