απαρτίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απαρτίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπαρτίζω  δείτε και τις λέξεις ἄρτι και ἄρτιος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.paɾˈti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απατίζω

Ρήμα

απαρτίζω, αόρ.: απάρτισα, παθ.φωνή: απαρτίζομαι, μτχ.π.ε.: απαρτιζόμενος, π.αόρ.: απαρτίστηκα/απαρτίσθηκα, μτχ.π.π.: απαρτισμένος

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.