τρίο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τρίο < (άμεσο δάνειο) ιταλική trio < λατινική tria < tres < πρωτοϊταλική *trēs < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tréyes

Ουσιαστικό

τρίο ουδέτερο άκλιτο

  1. (προφορικό) άλλη μορφή του τρία
  2. τριάδα
  3. το φύλλο με τον αριθμό τρία στην τράπουλα
     συνώνυμα: τριάρι
  4. (μουσική) σύνθεση για τρία όργανα ή τρεις φωνές
  5. γκρουπ τριών καλλιτεχνών
  6. (ειρωνικό) ομάδα τριών ατόμων
  7. ερωτικό σύμπλεγμα τριών
    Επί σκηνής ανεβαίνει ένα ερωτικό τρίο: ο Γιάννης, η Νικόλ και ο Θοδωρής. (*)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.