επίστεγο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επίστεγο τα επίστεγα
      γενική του επίστεγου των επίστεγων
    αιτιατική το επίστεγο τα επίστεγα
     κλητική επίστεγο επίστεγα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επίστεγο < επί- + στέγη (στέγασμα)

Ουσιαστικό

επίστεγο ουδέτερο

  1. το τελευταίο τμήμα, ή υπερκείμενο μεγάλου στεγάσματος
  2. (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος) η πρυμναία υπερκατασκευή πλοίου
    χαρακτηριστικό το επίστεγο που φέρουν τα σύγχρονα δεξαμενόπλοια και φορτηγά πλοία
     συνώνυμα:: κάσαρο ή κασαρί

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.