υμέναιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υμέναιος οι υμέναιοι
      γενική του υμέναιου
& υμεναίου
των υμέναιων
& υμεναίων
    αιτιατική τον υμέναιο τους υμέναιους
& υμεναίους
     κλητική υμέναιε υμέναιοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υμέναιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑμέναιος < ὑμήν

Ουσιαστικό

υμέναιος αρσενικό

  1. (μουσική, ιστορία) το αρχαιοελληνικό τραγούδι του γάμου
  2. (λόγιο) ο γάμος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.