κορνίζα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κορνίζα | οι | κορνίζες |
| γενική | της | κορνίζας | των | κορνιζών |
| αιτιατική | την | κορνίζα | τις | κορνίζες |
| κλητική | κορνίζα | κορνίζες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κορνίζα θηλυκό
- διακοσμητικό πλαίσιο για τοποθέτηση έργων ζωγραφικής, φωτογραφιών, διπλωμάτων ή άλλων επίπεδων αντικειμένων
Μεταφράσεις
κορνίζα
- κορνίζα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
_-_panoramio.jpg.webp)