κορνιζάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κορνιζάρισμα τα κορνιζαρίσματα
      γενική του κορνιζαρίσματος των κορνιζαρισμάτων
    αιτιατική το κορνιζάρισμα τα κορνιζαρίσματα
     κλητική κορνιζάρισμα κορνιζαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κορνιζάρισμα < κορνιζάρω

Ουσιαστικό

κορνιζάρισμα ουδέτερο

  • η ενέργεια του κορνιζάρω, η τοποθέτηση κορνίζας σε κάποιο αντικείμενο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.