κορνιζοποιός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η κορνιζοποιός οι κορνιζοποιοί
      γενική του/της κορνιζοποιού των κορνιζοποιών
    αιτιατική τον/την κορνιζοποιό τους/τις κορνιζοποιούς
     κλητική κορνιζοποιέ κορνιζοποιοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κορνιζοποιός < κορνίζ(α) + -ο- + -ποιός

Ουσιαστικό

κορνιζοποιός αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.