κορνιζάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κορνιζάρω < ουσιαστικό κορνίζα + επίθημα -άρω

Ρήμα

κορνιζάρω

  • τοποθετώ εικόνα ή φωτογραφία μέσα σε κορνίζα

Ταυτόσημο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.