κορνίζωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κορνίζωμα τα κορνιζώματα
      γενική του κορνιζώματος των κορνιζωμάτων
    αιτιατική το κορνίζωμα τα κορνιζώματα
     κλητική κορνίζωμα κορνιζώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κορνίζωμα < κορνιζώνω + -μα < κορνίζα < βενετική cornise < λατινική cornix

Ουσιαστικό

κορνίζωμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.