κονισαλέος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κονισαλέος η κονισαλέα το κονισαλέο
      γενική του κονισαλέου της κονισαλέας του κονισαλέου
    αιτιατική τον κονισαλέο την κονισαλέα το κονισαλέο
     κλητική κονισαλέε κονισαλέα κονισαλέο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κονισαλέοι οι κονισαλέες τα κονισαλέα
      γενική των κονισαλέων των κονισαλέων των κονισαλέων
    αιτιατική τους κονισαλέους τις κονισαλέες τα κονισαλέα
     κλητική κονισαλέοι κονισαλέες κονισαλέα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κονισαλέος < ελληνιστική κοινή κονισαλέος < αρχαία ελληνική κονίσαλος < κόνις + -αλος

Επίθετο

κονισαλέος, -α, -ο

  1. (λόγιο) γεμάτος με σκόνη
     συνώνυμα: κατασκονισμένος, σκονισμένος
  2. (λόγιο) λησμονημένος, παλαιός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.