σκονισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκονισμένος η σκονισμένη το σκονισμένο
      γενική του σκονισμένου της σκονισμένης του σκονισμένου
    αιτιατική τον σκονισμένο τη σκονισμένη το σκονισμένο
     κλητική σκονισμένε σκονισμένη σκονισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκονισμένοι οι σκονισμένες τα σκονισμένα
      γενική των σκονισμένων των σκονισμένων των σκονισμένων
    αιτιατική τους σκονισμένους τις σκονισμένες τα σκονισμένα
     κλητική σκονισμένοι σκονισμένες σκονισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σκονισμένος < παθητική μετοχή του σκονίζω

Μετοχή

σκονισμένος -η -ο

  • που είναι καλυμμένος με σκόνη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.