κόνις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | κόνῐς | αἱ | κόνεις |
| γενική | τῆς | κόνιος & αττικός κόνεως & κόνεος |
τῶν | κόνεων |
| δοτική | τῇ | αττικός κόνει στον Όμηρο κόνι (< κόνιι) |
ταῖς | κόνεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | κόνῐν | τὰς | κόνεις |
| κλητική ὦ! | κόνῐ | κόνεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κόνει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κονέοιν | ||
| Θέμα κονιδ- έχει η κονίς (η κόνιδα). | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κόνις < → λείπει η ετυμολογία
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: σκόνη ⇒ νέα ελληνικά: σκόνη
Ουσιαστικό
κόνις, γενική: κόνιος, αττικός κόνεως θηλυκό
Σημειώσεις
- με μετακίνηση του τόνου → δείτε τη λέξη κονίς με τον κανόνα του Αίλιου Ηρωδιανού για τα εις -ις της «ουσίας»:
- κονίϲ τὸ ἐπὶ τῆϲ κεφαλῆϲ, κόνιϲ δὲ τὸ χῶμα.
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
κονι-
κονι-
- ἀκονίατος
- ἀμμοκονία
- ἀποκονίω
- ἐγκόνιμα
- ἐγκονίομαι
- ἐκκονίομαι
- ἐλαιοκονία
- ἐλαιοκόνιον
- κονία
- κονιάζω
- κονίαμα
- κονίασις
- κονιατήρ
- κονιατός
- κονιάω
- κονιβατία
- κονίζω
- κονιορτός
- κόνιος
- κονίποδες
- κονισαλέος
- κονίσαλος
- κόνισις
- κόνισμα
- κονιστήριον
- κονιστικός
- κόνιστρα
- κονίω
- κονιώδης
- λειοκόνιτος
- μαρμαροκονία
- νεοκονίατος
- ὀστρακοκονία
- παγκόνιτος
- παρακονίασις
- παρακονιάω
- περικονιάω
- συγκονίομαι
- ὑποκόνισις
- ὑποκονίω
- φιλοκονίμων
Πηγές
- κόνις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κόνις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.