κονίαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κονίαση οι κονιάσεις
      γενική της κονίασης* των κονιάσεων
    αιτιατική την κονίαση τις κονιάσεις
     κλητική κονίαση κονιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κονιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κονίαση < καθαρεύουσα κονίασις < ελληνιστική κοινή κονίασις < αρχαία ελληνική κόνις

Ουσιαστικό

κονίαση θηλυκό

  1. (λόγιο) η επάλειψη με κονίαμα
     συνώνυμα: ασβέστωμα, άσπρισμα
  2. (ιατρική) αρρώστια που οφείλεται σε εισπνοή σκόνης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.