ροζάριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ροζάριο | τα | ροζάρια |
| γενική | του | ροζαρίου & ροζάριου |
των | ροζαρίων |
| αιτιατική | το | ροζάριο | τα | ροζάρια |
| κλητική | ροζάριο | ροζάρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ετυμολογία
- ροζάριο < (άμεσο δάνειο) ιταλική rosario < λατινική rosarium, ουδέτερο του rosarius < rosa (ρόδο, τριαντάφυλλο)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾoˈza.ɾi.o/
Ουσιαστικό
ροζάριο ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.