κλωστής

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κλωστής

  1. γενική ενικού του κλωστή



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κλωστής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κλωστής και κλωστάς αρσενικό

  1. ο κλώστης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.