thread

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /θɹɛd/
  (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
thread threads

thread (en)

  1. το νήμα, η κλωστή, ο μίτος
    The kitten tangled up my thread.
    Το γατάκι μου έμπλεξε το νήμα.
  2. σπείρωμα βίδας
  3. (πληροφορική) νήμα [1]
      an application can be running in multiple threads and serving multiple clients at once [2]
    μια εφαρμογή μπορεί να εκτελείται σε πολλά νήματα και να εξυπηρετεί πολλούς πελάτες ταυτόχρονα,

Υπώνυμα

πληροφορική:

Παράγωγα

πληροφορική:

  • thread στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Ρήμα

ενεστώτας thread
γ΄ ενικό ενεστώτα threads
αόριστος threaded
παθητική μετοχή threaded
ενεργητική μετοχή threading

thread (en)

Αναφορές

  1. Αρχιτεκτονική Υπολογιστών, σελ. 41, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών - Τμήμα Πληροφορικής. Ανάκτηση 15/10/2019
  2. (αγγλικά) Understanding Contexts in Flask. Δημοσίευση 2014-08-14. Αρχειοθέτηση 2020-03-18. Πρόσβαση 2020-10-08.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.