filo
Αγγλικά
(en)
Ουσιαστικό
filo
(en)
ή
phyllo
(en)
φύλλο
μαγειρικής ή ζαχαροπλαστικής
Εσπεράντο
(eo)
Ετυμολογία
filo
<
fil
+
-o
Ουσιαστικό
filo
(eo)
γιος
Αντώνυμα
filino
Ιταλικά
(it)
Ετυμολογία
filo
<
λατινική
filum
Ουσιαστικό
filo
(it)
σύρμα
οποιοδήποτε
υλικό
που έχει σχήμα
κυλινδρικό
μακρύ
και
λεπτό
, όπως
νήμα
,
κλωστή
,
σύρμα
.
Συνώνυμα
filato
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.