κλωστίτσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κλωστίτσα | οι | κλωστίτσες |
| γενική | της | κλωστίτσας | — | |
| αιτιατική | την | κλωστίτσα | τις | κλωστίτσες |
| κλητική | κλωστίτσα | κλωστίτσες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλωστίτσα < κλωστ(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Προφορά
- ΔΦΑ : /kloˈsti.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλω‐στί‐τσα
Ουσιαστικό
κλωστίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό του κλωστή, άλλη μορφή του κλωστούλα
- ※ Μικρό πουλί τριανταφυλλί, δεμένο με κλωστίτσα,
με τα σγουρά φτεράκια του στον ήλιο πεταρίζει,
Κι αν το τηράξεις μια φορά θα σου χαμογελάσει
κι αν το τηράξεις δυο και τρεις θ’ αρχίσεις το τραγούδι.- Γιάννης Ρίτσος, «Το κυκλάμινο». Συλλογή Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1968-1970) στο Ποιήματα. 1963-1972, τ. Ι΄, Κέδρος, Αθήνα 1989, σελ. 158, στο ※ ebooks-Ανθολόγιο Δημοτικού
- ※ Μικρό πουλί τριανταφυλλί, δεμένο με κλωστίτσα,
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.