κλοτσιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κλοτσιά | οι | κλοτσιές |
| γενική | της | κλοτσιάς | των | κλοτσιών |
| αιτιατική | την | κλοτσιά | τις | κλοτσιές |
| κλητική | κλοτσιά | κλοτσιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλοτσιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κλοτσιά < κλοτσέα με συνίζηση < κλοτσῶ [1]

Προετοιμασία για κλοτσιά στην μπάλα.
Προφορά
- ΔΦΑ : /kloˈt͡sça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλο‐τσιά
Ουσιαστικό
κλοτσιά θηλυκό
- δυνατό χτύπημα με το άκρο του ποδιού
- ↪ έφαγε πολλές κλοτσιές και μπουνιές ο καημένος
- άλλες μορφές: κλοτσά (λαϊκότροπο)
- κλωτσιά (μη ετυμολογική γραφή)
Εκφράσεις
- με τις κλοτσιές
- για κλοτσιές
- τρώω κλοτσιά
Συγγενικά
- κλοτσίδι
- κλοτσούλα (υποκοριστικό)
- → δείτε τη λέξη κλοτσάω
Μεταφράσεις
Αναφορές
- κλοτσιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Αναφορές
- κλοτσιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- κλοτσιά - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.