κλοτσάω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κλοτσάω < κλοτσ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κλοτσῶ < κλότσος < μεσαιωνική λατινική calcio < λατινική calx [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /kloˈt͡sa.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλοτσάω

Ρήμα

κλοτσάω/κλοτσώ, αόρ.: κλότσησα, παθ.φωνή: κλοτσιέμαι, π.αόρ.: κλοτσήθηκα, μτχ.π.π.: κλοτσημένος

  1. χτυπώ δυνατά με το πόδι
  2. (μεταφορικά) δεν αποδέχομαι, αποδιώχνω, περιφρονώ
    Μην κλοτσάς τέτοια ευκαιρία!
  3. (για όπλα ή παρόμοιους μηχανισμούς) κάνω απότομη κίνηση προς τα πίσω κατά την εκπυρσοκρότηση

  • κλωτσάω / κλωτσώ (συχνά με ωμέγα, μη ετυμολογική γραφή [1])

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • αλληλοκλοτσιέμαι
  • αλογοκλότσημα
  • αφροκλοτσώ
  • γαϊδουροκλότσημα
  • γρονθοκλοτσοπατινάδα
  • κλοτσηδόν
  • κλότσημα
  • κλοτσημένος
  • κλοτσιά / κλοτσά
  • κλοτσίδι
  • κλοτσιαλάρι
  • κλοτσοβολώ
  • κλοτσοβροντάω / κλοτσοβροντώ
  • κλοτσοθήλυκο
  • κλοτσοκοπώ
  • κλοτσοπάτημα
  • κλοτσοπατινάδα
  • κλοτσοπατώ
  • κλοτσοπετώ
  • κλοτσοποδίζω
  • κλοτσορίχνω
  • κλότσος & εκφράσεις
  • κλοτσοσκούντι
  • κλοτσοσκούφι
  • κλοτσούλα
  • κλοτσοχορεύω
  • ξεκλοτσώ
  • πισωκλοτσάω / πισωκλοτσώ
  • ποδοκλοτσάω / ποδοκλοτσώ
  • ποδοκλότσημα
  • πυξ λαξ

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. κλοτσώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.