κλοτσάω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κλοτσάω < κλοτσ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κλοτσῶ < κλότσος < μεσαιωνική λατινική calcio < λατινική calx [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /kloˈt͡sa.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλο‐τσά‐ω
Ρήμα
κλοτσάω/κλοτσώ, αόρ.: κλότσησα, παθ.φωνή: κλοτσιέμαι, π.αόρ.: κλοτσήθηκα, μτχ.π.π.: κλοτσημένος
- χτυπώ δυνατά με το πόδι
- (μεταφορικά) δεν αποδέχομαι, αποδιώχνω, περιφρονώ
- ↪ Μην κλοτσάς τέτοια ευκαιρία!
- (για όπλα ή παρόμοιους μηχανισμούς) κάνω απότομη κίνηση προς τα πίσω κατά την εκπυρσοκρότηση
Συγγενικά
- αλληλοκλοτσιέμαι
- αλογοκλότσημα
- αφροκλοτσώ
- γαϊδουροκλότσημα
- γρονθοκλοτσοπατινάδα
- κλοτσηδόν
- κλότσημα
- κλοτσημένος
- κλοτσιά / κλοτσά
- κλοτσίδι
- κλοτσιαλάρι
- κλοτσοβολώ
- κλοτσοβροντάω / κλοτσοβροντώ
- κλοτσοθήλυκο
- κλοτσοκοπώ
- κλοτσοπάτημα
- κλοτσοπατινάδα
- κλοτσοπατώ
- κλοτσοπετώ
- κλοτσοποδίζω
- κλοτσορίχνω
- κλότσος & εκφράσεις
- κλοτσοσκούντι
- κλοτσοσκούφι
- κλοτσούλα
- κλοτσοχορεύω
- ξεκλοτσώ
- πισωκλοτσάω / πισωκλοτσώ
- ποδοκλοτσάω / ποδοκλοτσώ
- ποδοκλότσημα
- πυξ λαξ
- Λέξεις με *κλοτσ* - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κλοτσάω - κλοτσώ | κλοτσούσα - κλότσαγα | θα κλοτσάω - κλοτσώ | να κλοτσάω - κλοτσώ | κλοτσώντας | |
| β' ενικ. | κλοτσάς - κλοτσείς | κλοτσούσες - κλότσαγες | θα κλοτσάς - κλοτσείς | να κλοτσάς - κλοτσείς | κλότσα - κλότσαγε | |
| γ' ενικ. | κλοτσάει - κλοτσά - κλοτσεί | κλοτσούσε - κλότσαγε | θα κλοτσάει - κλοτσά - κλοτσεί | να κλοτσάει - κλοτσά - κλοτσεί | ||
| α' πληθ. | κλοτσάμε - κλοτσούμε | κλοτσούσαμε - κλοτσάγαμε | θα κλοτσάμε - κλοτσούμε | να κλοτσάμε - κλοτσούμε | ||
| β' πληθ. | κλοτσάτε - κλοτσείτε | κλοτσούσατε - κλοτσάγατε | θα κλοτσάτε - κλοτσείτε | να κλοτσάτε - κλοτσείτε | κλοτσάτε - κλοτσείτε | |
| γ' πληθ. | κλοτσάν(ε) - κλοτσούν(ε) | κλοτσούσαν(ε) - κλότσαγαν - κλοτσάγανε | θα κλοτσάν(ε) - κλοτσούν(ε) | να κλοτσάν(ε) - κλοτσούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κλότσησα | θα κλοτσήσω | να κλοτσήσω | κλοτσήσει | ||
| β' ενικ. | κλότσησες | θα κλοτσήσεις | να κλοτσήσεις | κλότσα - κλότσησε | ||
| γ' ενικ. | κλότσησε | θα κλοτσήσει | να κλοτσήσει | |||
| α' πληθ. | κλοτσήσαμε | θα κλοτσήσουμε | να κλοτσήσουμε | |||
| β' πληθ. | κλοτσήσατε | θα κλοτσήσετε | να κλοτσήσετε | κλοτσήστε | ||
| γ' πληθ. | κλότσησαν κλοτσήσαν(ε) |
θα κλοτσήσουν(ε) | να κλοτσήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κλοτσήσει | είχα κλοτσήσει | θα έχω κλοτσήσει | να έχω κλοτσήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κλοτσήσει | είχες κλοτσήσει | θα έχεις κλοτσήσει | να έχεις κλοτσήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κλοτσήσει | είχε κλοτσήσει | θα έχει κλοτσήσει | να έχει κλοτσήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κλοτσήσει | είχαμε κλοτσήσει | θα έχουμε κλοτσήσει | να έχουμε κλοτσήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κλοτσήσει | είχατε κλοτσήσει | θα έχετε κλοτσήσει | να έχετε κλοτσήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κλοτσήσει | είχαν κλοτσήσει | θα έχουν κλοτσήσει | να έχουν κλοτσήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κλοτσιέμαι | κλοτσιόμουν(α) | θα κλοτσιέμαι | να κλοτσιέμαι | ||
| β' ενικ. | κλοτσιέσαι | κλοτσιόσουν(α) | θα κλοτσιέσαι | να κλοτσιέσαι | ||
| γ' ενικ. | κλοτσιέται | κλοτσιόταν(ε) | θα κλοτσιέται | να κλοτσιέται | ||
| α' πληθ. | κλοτσιόμαστε | κλοτσιόμαστε κλοτσιόμασταν |
θα κλοτσιόμαστε | να κλοτσιόμαστε | ||
| β' πληθ. | κλοτσιέστε | κλοτσιόσαστε κλοτσιόσασταν |
θα κλοτσιέστε | να κλοτσιέστε | κλοτσιέστε | |
| γ' πληθ. | κλοτσιούνται | κλοτσιόνταν(ε) κλοτσιούνταν κλοτσιόντουσαν |
θα κλοτσιούνται | να κλοτσιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κλοτσήθηκα | θα κλοτσηθώ | να κλοτσηθώ | κλοτσηθεί | ||
| β' ενικ. | κλοτσήθηκες | θα κλοτσηθείς | να κλοτσηθείς | κλοτσήσου | ||
| γ' ενικ. | κλοτσήθηκε | θα κλοτσηθεί | να κλοτσηθεί | |||
| α' πληθ. | κλοτσηθήκαμε | θα κλοτσηθούμε | να κλοτσηθούμε | |||
| β' πληθ. | κλοτσηθήκατε | θα κλοτσηθείτε | να κλοτσηθείτε | κλοτσηθείτε | ||
| γ' πληθ. | κλοτσήθηκαν κλοτσηθήκαν(ε) |
θα κλοτσηθούν(ε) | να κλοτσηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω κλοτσηθεί | είχα κλοτσηθεί | θα έχω κλοτσηθεί | να έχω κλοτσηθεί | κλοτσημένος | |
| β' ενικ. | έχεις κλοτσηθεί | είχες κλοτσηθεί | θα έχεις κλοτσηθεί | να έχεις κλοτσηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει κλοτσηθεί | είχε κλοτσηθεί | θα έχει κλοτσηθεί | να έχει κλοτσηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε κλοτσηθεί | είχαμε κλοτσηθεί | θα έχουμε κλοτσηθεί | να έχουμε κλοτσηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε κλοτσηθεί | είχατε κλοτσηθεί | θα έχετε κλοτσηθεί | να έχετε κλοτσηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν κλοτσηθεί | είχαν κλοτσηθεί | θα έχουν κλοτσηθεί | να έχουν κλοτσηθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κλοτσημένος - είμαστε, είστε, είναι κλοτσημένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κλοτσημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κλοτσημένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κλοτσημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κλοτσημένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κλοτσημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κλοτσημένοι | |||||
Μεταφράσεις
Αναφορές
- κλοτσώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.