kick

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
kick kicks

kick (en)

  • η κλοτσιά, δυνατό χτύπημα με το άκρο του ποδιού
    When he insulted me, I responded with a kick.
    Όταν μ' έβρισε, αντέδρασα με μια κλωτσιά.

Ρήμα

ενεστώτας kick
γ΄ ενικό ενεστώτα kicks
αόριστος kicked
παθητική μετοχή kicked
ενεργητική μετοχή kicking

kick (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) κλοτσάω, χτυπώ δυνατά με το πόδι
    He kicked me in the shin.
    Με κλότσησε στο καλάμι.
    My horse kicks poorly.
    Το άλογό μου κλοτσάει άσχημα.
  2. (αμετάβατο) κλοτσάω, για πυροβόλα όπλα που τινάζονται προς τα πίσω κατά την εκπυρσοκρότηση
    This rifle kicks.
    Αυτό το όπλο κλοτσάει.
     συνώνυμα: recoil

Σύνθετα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.