αποδιώχνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποδιώχνω < μεσαιωνική ελληνική αποδιώχνω < από + διώχνω

Προφορά

ΔΦΑ : /a.poˈðʝo.xno/

Ρήμα

αποδιώχνω (παθητική φωνή: αποδιώχνομαι)

  1. (λαϊκότροπο) διώχνω
  2. (λαϊκότροπο) απομακρύνω
  3. (λαϊκότροπο) εκδιώκω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.