αποδιώχνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποδιώχνω < μεσαιωνική ελληνική αποδιώχνω < από + διώχνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.poˈðʝo.xno/
Ρήμα
αποδιώχνω (παθητική φωνή: αποδιώχνομαι)
- (λαϊκότροπο) διώχνω
- (λαϊκότροπο) απομακρύνω
- (λαϊκότροπο) εκδιώκω
Συγγενικά
- αποδιωγμένος
- απόδιωγμα
- αποδιωγμός
- αποδίωξη
- → δείτε τις λέξεις από και διώχνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποδιώχνω | απόδιωχνα | θα αποδιώχνω | να αποδιώχνω | αποδιώχνοντας | |
| β' ενικ. | αποδιώχνεις | απόδιωχνες | θα αποδιώχνεις | να αποδιώχνεις | απόδιωχνε | |
| γ' ενικ. | αποδιώχνει | απόδιωχνε | θα αποδιώχνει | να αποδιώχνει | ||
| α' πληθ. | αποδιώχνουμε | αποδιώχναμε | θα αποδιώχνουμε | να αποδιώχνουμε | ||
| β' πληθ. | αποδιώχνετε | αποδιώχνατε | θα αποδιώχνετε | να αποδιώχνετε | αποδιώχνετε | |
| γ' πληθ. | αποδιώχνουν(ε) | απόδιωχναν αποδιώχναν(ε) |
θα αποδιώχνουν(ε) | να αποδιώχνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | απόδιωξα | θα αποδιώξω | να αποδιώξω | αποδιώξει | ||
| β' ενικ. | απόδιωξες | θα αποδιώξεις | να αποδιώξεις | απόδιωξε | ||
| γ' ενικ. | απόδιωξε | θα αποδιώξει | να αποδιώξει | |||
| α' πληθ. | αποδιώξαμε | θα αποδιώξουμε | να αποδιώξουμε | |||
| β' πληθ. | αποδιώξατε | θα αποδιώξετε | να αποδιώξετε | αποδιώξτε | ||
| γ' πληθ. | απόδιωξαν αποδιώξαν(ε) |
θα αποδιώξουν(ε) | να αποδιώξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποδιώξει | είχα αποδιώξει | θα έχω αποδιώξει | να έχω αποδιώξει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποδιώξει | είχες αποδιώξει | θα έχεις αποδιώξει | να έχεις αποδιώξει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποδιώξει | είχε αποδιώξει | θα έχει αποδιώξει | να έχει αποδιώξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποδιώξει | είχαμε αποδιώξει | θα έχουμε αποδιώξει | να έχουμε αποδιώξει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποδιώξει | είχατε αποδιώξει | θα έχετε αποδιώξει | να έχετε αποδιώξει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποδιώξει | είχαν αποδιώξει | θα έχουν αποδιώξει | να έχουν αποδιώξει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.