κλοτσημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κλοτσημένος η κλοτσημένη το κλοτσημένο
      γενική του κλοτσημένου της κλοτσημένης του κλοτσημένου
    αιτιατική τον κλοτσημένο την κλοτσημένη το κλοτσημένο
     κλητική κλοτσημένε κλοτσημένη κλοτσημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κλοτσημένοι οι κλοτσημένες τα κλοτσημένα
      γενική των κλοτσημένων των κλοτσημένων των κλοτσημένων
    αιτιατική τους κλοτσημένους τις κλοτσημένες τα κλοτσημένα
     κλητική κλοτσημένοι κλοτσημένες κλοτσημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /klo.t͡siˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλοτσημένος

Μετοχή

κλοτσημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.