κλιμακτηρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κλιμακτηρικός | η | κλιμακτηρική | το | κλιμακτηρικό |
| γενική | του | κλιμακτηρικού | της | κλιμακτηρικής | του | κλιμακτηρικού |
| αιτιατική | τον | κλιμακτηρικό | την | κλιμακτηρική | το | κλιμακτηρικό |
| κλητική | κλιμακτηρικέ | κλιμακτηρική | κλιμακτηρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κλιμακτηρικοί | οι | κλιμακτηρικές | τα | κλιμακτηρικά |
| γενική | των | κλιμακτηρικών | των | κλιμακτηρικών | των | κλιμακτηρικών |
| αιτιατική | τους | κλιμακτηρικούς | τις | κλιμακτηρικές | τα | κλιμακτηρικά |
| κλητική | κλιμακτηρικοί | κλιμακτηρικές | κλιμακτηρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κλιμακτηρικός < ελληνιστική κοινή κλιμακτηρικός < αρχαία ελληνική κλιμακτήρ < κλῖμαξ
Επίθετο
κλιμακτηρικός
- που έχει σχέση με κλιμακτήρα, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- που αφορά το έτος της ζωής ενός ανθρώπου που είναι πολλαπλάσιο του επτά
- (κατ’ επέκταση) κρίσιμος, επικίνδυνος
- (για καρπό) που ωριμάζει ακόμα και αν το κόψουμε από το δέντρο
Μεταφράσεις
κλιμακτηρικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.