κλιμακτηρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κλιμακτηρικός η κλιμακτηρική το κλιμακτηρικό
      γενική του κλιμακτηρικού της κλιμακτηρικής του κλιμακτηρικού
    αιτιατική τον κλιμακτηρικό την κλιμακτηρική το κλιμακτηρικό
     κλητική κλιμακτηρικέ κλιμακτηρική κλιμακτηρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κλιμακτηρικοί οι κλιμακτηρικές τα κλιμακτηρικά
      γενική των κλιμακτηρικών των κλιμακτηρικών των κλιμακτηρικών
    αιτιατική τους κλιμακτηρικούς τις κλιμακτηρικές τα κλιμακτηρικά
     κλητική κλιμακτηρικοί κλιμακτηρικές κλιμακτηρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κλιμακτηρικός < ελληνιστική κοινή κλιμακτηρικός < αρχαία ελληνική κλιμακτήρ < κλῖμαξ

Επίθετο

κλιμακτηρικός

  1. που έχει σχέση με κλιμακτήρα, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  2. που αφορά το έτος της ζωής ενός ανθρώπου που είναι πολλαπλάσιο του επτά
  3. (κατ’ επέκταση) κρίσιμος, επικίνδυνος
  4. (για καρπό) που ωριμάζει ακόμα και αν το κόψουμε από το δέντρο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.