κλιμακτήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κλιμακτήρας | οι | κλιμακτήρες |
| γενική | του | κλιμακτήρα | των | κλιμακτήρων |
| αιτιατική | τον | κλιμακτήρα | τους | κλιμακτήρες |
| κλητική | κλιμακτήρα | κλιμακτήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλιμακτήρας < αρχαία ελληνική κλιμακτήρ < κλῖμαξ
Μεταφράσεις
κλιμακτήρας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.