κωδίκελλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κωδίκελλος οι κωδίκελλοι
      γενική του κωδίκελλου
& κωδικέλλου
των κωδίκελλων
& κωδικέλλων
    αιτιατική τον κωδίκελλο τους κωδίκελλους
& κωδικέλλους
     κλητική κωδίκελλε κωδίκελλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κωδίκελλος < ελληνιστική κοινή κωδίκελλος / κωδίκιλλος < λατινική codicillus < codex

Προφορά

ΔΦΑ : /koˈði.ce.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κωδίκελλος

Ουσιαστικό

κωδίκελλος αρσενικό

  1. τροποποιητικό συνθήκης
  2. έγγραφο που περιείχε την τελευταία βούληση ενός ανθρώπου για τη συμπλήρωση ή τροποποίηση της διαθήκης του. Ο κωδίκελλος δεν περιείχε διορισμό κληρονόμου, αλλαγή κληρονόμου ή αποκλήρωση.
    «Δεν επιτρέπεται η μεταβολή του περιεχομένου ή των όρων διαθήκης, κωδικέλλου ή δωρεάς ως προς τις διατάξεις τους υπέρ του του δημοσίου ή υπέρ κοινοφελούς σκοπού», άρθρο 109 § 1 Σ.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.