δυο
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- δυο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δυό (προφερόταν/ˈðjo/ < αρχαία ελληνική δύο, με συνίζηση.[1] Συγκρίνετε με το δύο.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈðjo/
Αριθμητικό
δυο
- άλλη μορφή του δύο (προφέρεται ως μία συλλαβή και γράφεται στο μονοτονικό σύστημα χωρίς τόνο)
- πολυτονική γραφή: δυό
Μεταφράσεις
δυο
|
Αναφορές
- δυο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.