δυο

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

δυο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δυό (προφερόταν/ˈðjo/ < αρχαία ελληνική δύο, με συνίζηση.[1] Συγκρίνετε με το δύο.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈðjo/

Αριθμητικό

δυο

Παράγωγα

  • δυόμισι
  • δυονών (γενική πληθυντικού, λαϊκότροπο)

 και δείτε τη λέξη δύο

Εκφράσεις

  • οι (τάδε) πάνε πάντα δυο δυο: είναι αχώριστοι, αλληλοϋποστηρίζονται

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.