κινηματόγραφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κινηματόγραφος | οι | κινηματόγραφοι |
| γενική | του | κινηματόγραφου | των | κινηματόγραφων |
| αιτιατική | τον | κινηματόγραφο | τους | κινηματόγραφους |
| κλητική | κινηματόγραφε | κινηματόγραφοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κινηματόγραφος < κινηματογράφος με μετακίνηση τόνου, ένδειξη σύνθεσης[1] (Παραβάλετε με το αερόπλανο)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ci.ni.maˈto.ɣɾa.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐νη‐μα‐τό‐γρα‐φος
- τονικό παρώνυμο: κινηματογράφος
Ουσιαστικό
κινηματόγραφος αρσενικό
- (παρωχημένο, λαϊκότροπο) άλλη μορφή του κινηματογράφος
- ※ Ο Πέτρος δεν κοιμήθηκε καθόλου τη νύχτα από την αγωνία του. Το ’πε αποβραδίς στη μάνα του πως αύριο, Δευτέρα, είναι καλεσμένος του κυρίου τελώνη να πάνε στην Άρτα, στον κινηματόγραφο, να δούνε τον Μπουκ-Τζόνες κι η μάνα του όλο το πρωί τον ετοίμαζε. (Ντίνος Δημόπουλος, Τα δελφινάκια του Αμβρακικού, 1989, ταινία: 1993)
Μεταφράσεις
κινηματόγραφος
|
Αναφορές
- κινηματόγραφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.