πολυκινηματογράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πολυκινηματογράφος | οι | πολυκινηματογράφοι |
| γενική | του | πολυκινηματογράφου | των | πολυκινηματογράφων |
| αιτιατική | τον | πολυκινηματογράφο | τους | πολυκινηματογράφους |
| κλητική | πολυκινηματογράφε | πολυκινηματογράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πολυκινηματογράφος < πολυ- + κινηματογράφος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική multiplex)
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.