υδρογονάνθρακας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υδρογονάνθρακας | οι | υδρογονάνθρακες |
| γενική | του | υδρογονάνθρακα | των | υδρογονανθράκων |
| αιτιατική | τον | υδρογονάνθρακα | τους | υδρογονάνθρακες |
| κλητική | υδρογονάνθρακα | υδρογονάνθρακες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υδρογονάνθρακας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
υδρογονάνθρακας αρσενικό
Μεταφράσεις
υδρογονάνθρακας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.