κεχαριτωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κεχαριτωμένος η κεχαριτωμένη το κεχαριτωμένο
      γενική του κεχαριτωμένου της κεχαριτωμένης του κεχαριτωμένου
    αιτιατική τον κεχαριτωμένο την κεχαριτωμένη το κεχαριτωμένο
     κλητική κεχαριτωμένε κεχαριτωμένη κεχαριτωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κεχαριτωμένοι οι κεχαριτωμένες τα κεχαριτωμένα
      γενική των κεχαριτωμένων των κεχαριτωμένων των κεχαριτωμένων
    αιτιατική τους κεχαριτωμένους τις κεχαριτωμένες τα κεχαριτωμένα
     κλητική κεχαριτωμένοι κεχαριτωμένες κεχαριτωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κεχαριτωμένος < ελληνιστική κοινή κεχαριτωμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χαριτόω < αρχαία ελληνική χάρις

Μετοχή

κεχαριτωμένος

  1. (λόγιο) άλλη μορφή του χαριτωμένος
  2. Κεχαριτωμένη: η Παναγία

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη χάρη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.