κεραυνοβολημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κεραυνοβολημένος η κεραυνοβολημένη το κεραυνοβολημένο
      γενική του κεραυνοβολημένου της κεραυνοβολημένης του κεραυνοβολημένου
    αιτιατική τον κεραυνοβολημένο την κεραυνοβολημένη το κεραυνοβολημένο
     κλητική κεραυνοβολημένε κεραυνοβολημένη κεραυνοβολημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κεραυνοβολημένοι οι κεραυνοβολημένες τα κεραυνοβολημένα
      γενική των κεραυνοβολημένων των κεραυνοβολημένων των κεραυνοβολημένων
    αιτιατική τους κεραυνοβολημένους τις κεραυνοβολημένες τα κεραυνοβολημένα
     κλητική κεραυνοβολημένοι κεραυνοβολημένες κεραυνοβολημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

κεραυνοβολημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.