κεραμικών
Νέα ελληνικά
(el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
κεραμικών
γενική
πληθυντικού
του
κεραμικός
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
κεραμικών
ουδέτερο
γενική
πληθυντικού
του
κεραμικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.