κενότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κενότητα οι κενότητες
      γενική της κενότητας των κενοτήτων
    αιτιατική την κενότητα τις κενότητες
     κλητική κενότητα κενότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κενότητα < αρχαία ελληνική κενότης < κενός

Ουσιαστικό

κενότητα θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) το να είναι κάποιος ή κάτι κενό(ς), η ιδιότητα του κενού
     αντώνυμα: πληρότητα
  2. η κενοδοξία, η ματαιοδοξία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.