καυσίμων
Νέα ελληνικά
(el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
καυσίμων
ουδέτερο
γενική
πληθυντικού
του
καύσιμο
Κλιτικός τύπος επιθέτου
καυσίμων
λόγια
γενική
πληθυντικού
,
αρσενικού
,
θηλυκού
ή
ουδέτερου
γένους
του
καύσιμος
→
δείτε
και
τον τύπο
καύσιμων
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.