καφκικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καφκικός | η | καφκική | το | καφκικό |
| γενική | του | καφκικού | της | καφκικής | του | καφκικού |
| αιτιατική | τον | καφκικό | την | καφκική | το | καφκικό |
| κλητική | καφκικέ | καφκική | καφκικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καφκικοί | οι | καφκικές | τα | καφκικά |
| γενική | των | καφκικών | των | καφκικών | των | καφκικών |
| αιτιατική | τους | καφκικούς | τις | καφκικές | τα | καφκικά |
| κλητική | καφκικοί | καφκικές | καφκικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καφκικός < Κάφκα < Franz Kafka < τσεχική Kafka < kavka (καλιακούδα)
Επίθετο
καφκικός
- που έχει σχέση με τον Φραντς Κάφκα και το έργο του ή αναφέρεται σ' αυτά
- (μεταφορικά) σκοτεινός, δυσοίωνος, εφιαλτικός
- Όσο περνά ο καιρός, οι κρατούμενοι του «Ξενίου Διός» αρχίζουν να συνειδητοποιούν τον καφκικό εφιάλτη στον οποίο πρωταγωνιστούν, έναν εφιάλτη πολύμηνης κράτησης, που μπορεί να φτάσει τους 18 μήνες, κι αυτό για μια διοικητική παράβαση, κατά παράβαση κάθε λογικής. (*)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.