καλιακούδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καλιακούδα | οι | καλιακούδες |
| γενική | της | καλιακούδας | των | καλιακούδων |
| αιτιατική | την | καλιακούδα | τις | καλιακούδες |
| κλητική | καλιακούδα | καλιακούδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καλιακούδα < *καλοιακούδα < κάλοιακας < κόλοιακας < αρχαία ελληνική κολοιός (κάργια)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ʎaˈku.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λια‐κού‐δα
Συγγενικά
- Καλιακούδα (τοπωνύμιο)
Εκφράσεις
- μαύρη μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα
Μεταφράσεις
καλιακούδα
|
→ δείτε τη λέξη κάργια |
Αναφορές
- καλιακούδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.