αλκαλοειδές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αλκαλοειδές | τα | αλκαλοειδή |
| γενική | του | αλκαλοειδούς | των | αλκαλοειδών |
| αιτιατική | το | αλκαλοειδές | τα | αλκαλοειδή |
| κλητική | αλκαλοειδές | αλκαλοειδή | ||
| Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αλκαλοειδές < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.